καταδιωκτικό

καταδιωκτικό
kovalama

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • καταδιωκτικός — ή, ό (Α καταδιωκτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην καταδίωξη ή στον οποίο έχει ανατεθεί καταδίωξη («καταδιωκτικό απόσπασμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το καταδιωκτικό στρατιωτικό αεροπλάνο ή ταχύπλοο σκάφος προορισμένο για καταδίωξη αρχ …   Dictionary of Greek

  • δανικός — Τύπος σκύλου, που ονομάζεται επίσης γερμανικός μολοσσόςντανουά, πολύ παλιάς καταγωγής, με προέλευση πιθανότατα από τη Δανία. Ο σκύλος αυτός, ιδιαίτερα κατάλληλος για τη φύλαξη σπιτιών ή ως ανιχνευτικό και καταδιωκτικό της αστυνομίας, έχει ρωμαλέο …   Dictionary of Greek

  • Γιαγκούλας, Φώτης — (Μεταξάς Κοζάνης ; – Κατερίνη 1925). Περιβόητος λήσταρχος των αρχών του 20ού αι., που γεννήθηκε σε ένα χωριό στα Χάσια όρη. Τρομοκράτησε για πολλά χρόνια τη Θεσσαλία και τη δυτική Μακεδονία, διαπράττοντας συνολικά περίπου σαράντα φόνους, γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Σουχόι, Πάβελ Οσίποβιτς — Σοβιετικός κατασκευαστής αεροπλάνων (1895 1975). Σπούδασε στην Ανώτερη Τεχνική Σχολή της Μόσχας και εργάστηκε ως μηχανικός κατασκευαστής στο κεντρικό αεροδυναμικό ίδρυμα «Ν. Ε. Ζουκόφσκι», κάτω από τη διεύθυνση του A. M. Τούπολεφ. Σχεδίασε τα… …   Dictionary of Greek

  • Σπιτφάιρ — (Spitfire). Αξιόλογο καταδιωκτικό αεροπλάνο του B’ Παγκόσμιου πόλεμου, αγγλικής κατασκευής. Σχεδιάστηκε το 1936 από το Ρ. Μίτσελ και μπήκε στην υπηρεσία το 1938. Ήταν το μόνο ικανό να αντιμετωπίσει τα γερμανικά καταδιωκτικά της εποχής και… …   Dictionary of Greek

  • καταδιωκτικός — ή, ό 1.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καταδίωξη: Τον συνέλαβε το καταδιωκτικό απόσπασμα. 2. το ουδ. ως ουσ. σημαίνει είδος στρατιωτικού αεροπλάνου ή πλοίου: Στο αεροδρόμιο υπήρχαν πολλά καταδιωκτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”